Ο αρχαιολογικός χώρος του Δύστου εκτείνεται στην περιοχή του λόφου Καστρί, όπου δεσπόζει ακόμη το επιβλητικό τείχος της αρχαίας πόλης, που χρονολογείται στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. Ήταν κτισμένο στο μεγαλύτερο τμήμα του από μεγάλες και καλά εργασμένες λιθοπλίνθους και το πλάτος του έφθανε τα δύο μέτρα. Ενισχυόταν με ένδεκα πύργους, που διατάσσονται κατά διαστήματα περιμετρικά του λόφου. Στο ανατολικό σκέλος του τείχους δεσπόζει η μοναδική πύλη που πλαισιώνεται από δύο πύργους, χαρακτηριστικό δείγμα οχυρωματικής τεχνικής των κλασικών χρόνων. Η εξαιρετική τοιχοποιία των ισχυρών τειχών και της επιβλητικής ανατολικής πύλης ίσως να έσωσαν το Δύστο από τη μαρτυρούμενη στις πηγές πολιορκία. Ωστόσο η αναφορά στα Φιλιππικά του Θεόπομπου «… αποστήσας δε τοις εν αυτή τη περιοικίδι των Ερετριέων, εστράτευσεν επί πόλιν Δύστον», δεν μας επιτρέπει να ταυτίσουμε με βεβαιότητα το συγκεκριμένο πολεμικό επεισόδιο.
Στα βορειοδυτικά και νότια του λόφου διατηρούνται ερείπια των σπιτιών που ήταν κτισμένα από καλά δουλεμένες πέτρες και σύμφωνα με την τοιχοποιία τους χρονολογούνται στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους. Για την κατασκευή τους έχει χρησιμοποιηθεί τοπικό μάρμαρο, όπως πιστοποιούν ίχνη λατόμευσης που σώζονται κοντά στο τείχος του οικισμού. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονόχωρα, ενώ ορισμένα διέθεταν αυλή και στάβλο. Το καλύτερα διατηρημένο από αυτά, που ονομάζεται «Μεγάλη Οικία» και βρίσκεται στα ανατολικά του οικισμού, αποτελεί αξιόλογο δείγμα οικιστικής αρχιτεκτονικής του 4ου αι. π.Χ. Η πρόσβαση στον περιτειχισμένο οικισμό πρέπει να γινόταν από έναν κεντρικό δρόμο, που διέτρεχε το βόρειο και νότιο τμήμα του, ενώ μικρά δρομάκια οδηγούσαν στα σπίτια. Για την ύδρευση του οικισμού χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη δημόσια δεξαμενή, λαξευμένη στο νότιο τμήμα του οχυρωματικού τείχους.
Σημαντικό στοιχείο για τον καθορισμό των ορίων του Δύστου αποτελεί ο πρόσφατος εντοπισμός δύο ενεπίγραφων λίθινων όρων. Ο πρώτος, που χρονολογείται στο β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., εντοπίσθηκε στα ανατολικά όρια της λίμνης και νοτιοδυτικά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Ένας δεύτερος όρος με την επιγραφή ΟΡΟΣ ΔΗΜΟ, του 4ου αι. π.Χ., βρέθηκε λαξευμένος σε φυσικό βράχο, στον περίβολο του διώροφου οικήματος στο λόφο των Κοντοσταυλέικων. Η επιγραφή αυτή αποτελεί την πρώτη άμεση μαρτυρία ότι ο Δύστος ήταν δήμος που υπαγόταν στην Ερετριακή επικράτεια. Η εύρεση αρχαίων εγκαταστάσεων, αρχιτεκτονικών μελών, τάφων και ενεπίγραφων επιτυμβίων στηλών στον κάμπο του Δύστου δείχνει ότι η κατοίκηση εκτεινόταν και σε αυτή την περιοχή.
Η ακρόπολη της αρχαίας Κύμης- ή κάποιας άλλης κώμης- τοποθετείται στα βόρεια του οικισμού Άνω Ποταμία. Εκεί υψώνεται ο ηφαιστιογενής λόφος του Αγ. Νικολάου, του οποίου το σημερινό όνομα είναι «Καστρί» ή «Παλαιοκαστρί». Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στο Καστρί χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.), όπως δείχνουν τα επιφανειακά ευρήματα, που εντοπίσθηκαν στη νότια πλευρά του λόφου.
Τα λείψανα του αρχαίου οικισμού στο Καστρί σώζονται στην κορυφή και στη δυτική πλαγιά του λόφου. Ο οικισμός περιβάλλεται από ισχυρό οχυρωματικό τείχος, την πορεία του οποίου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Το τείχος αποτελείται από ημιεργασμένους ογκόλιθους, κτισμένους κατά το ακανόνιστο πολυγωνικό σύστημα. Στη νοτιοδυτική πλευρά του αποκαλύφθηκε μικρή πύλη με παραστάδες και κατώφλι. Χαμηλότερα σε ένα πλάτωμα στα δυτικά του λόφου εντοπίσθηκε τμήμα ισχυρού προστατευτικού τείχους ελληνιστικής εποχής.
Στην κορυφή του λόφου, βορειοανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, αποκαλύφθηκε οχύρωμα, που λόγω της δεσπόζουσας θέσης του πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο και ως κατάλυμα φρουράς. Το τείχος του οχυρώματος είναι κτισμένο από αδρά εργασμένους μικρούς και μεγάλους λίθους, κατά το ακανόνιστο πολυγωνικό σύστημα, και φέρει κατά διαστήματα αντηρίδες. Στη νότια πλευρά του σχηματίζεται πύλη με κατώφλι, στο οποίο σώζονται οι τόρμοι για τις στρόφιγγες της θύρας. Στη θέση αυτή βρέθηκε ημίεργος λίθος με την εγχάρακτη αναθηματική επιγραφή «[Π]ΥΛΙΟΙΟ», που αναμφίβολα σχετίζεται με την πύλη του τείχους και ίσως αποτελούσε αφιέρωμα στον Πύλιο Ερμή. Η εύρεση επίσης στην ίδια πλαγιά του λόφου της αναθηματικής επιγραφής «ΝΥΜΦΩΝ ΑΧΕΛΩΙΟΥ», χαραγμένης στη βάση χάλκινου αγαλματίου, που έχει πλέον χαθεί, μαρτυρεί την ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στον Αχελώο.
Στη δυτική πλαγιά διακρίνοναι λείψανα οικοδομημάτων που χρονολογούνται στην κλασική και ελληνιστική περίοδο. Λόγω της μεγάλης κατωφέρειας του εδάφους τα κτίσματα οικοδομήθηκαν σε διαφορετικά επίπεδα, τα οποία συγκρατούνταν με αναλημματικούς τοίχους. Στον τομέα Ι σώζονται δύο ορθογώνιες λιθόκτιστες κατασκευές που ταυτίζονται με δεξαμενές και χρονολογούνται στους κλασικούς χρόνους και στον τομέα ΙΙΙ μεταλλουργικός κλίβανος ελλειψοειδούς σχήματος, κτισμένος από κεραμίδες και σχιστολιθικές πλάκες.
Από το νεολιθικό οικισμό, που υπήρχε στη νότια πλαγιά του λόφου, δε σώζονται οικοδομικά λείψανα, παρά μόνο λίγα επιφανειακά ευρήματα, κυρίως θραύσματα κεραμικής.
Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στο Καστρί χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.), όπως δείχνουν τα επιφανειακά ευρήματα, που εντοπίσθηκαν στη νότια πλευρά του λόφου.
Ο οικισμός της κλασικής εποχής ιδρύθηκε τον 4ο αι. π.Χ. και από τους μελετητές έχει θεωρηθεί ότι μέχρι και τον 3ο αι. π.Χ. ανήκε στην επικράτεια της Ερέτριας. Προστατευόταν με ισχυρό οχυρωματικό τείχος με πύλη, και από τα ανασκαφικά ευρήματα προκύπτει ότι στην περιοχή του λάμβαναν χώρα οικοτεχνικές δραστηριότητες. Κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν ένας μεταλλουργικός κλίβανος, κεραμίδες, πήλινα υφαντικά βάρη (αγνύθες), πήλινα ειδώλια, θραύσματα μυλόλιθων, χάλκινα νομίσματα, μεταλλικά μικροαντικείμενα, λίθινες ψήφοι, ενεπίγραφες κεραμίδες και ακατέργαστοι λίθοι με εγχάρακτα σύμβολα ή γράμματα, των οποίων η ερμηνεία παραμένει προβληματική. Τέλος, βρέθηκε πληθώρα χάλκινων νομισμάτων, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν στην Ευβοϊκή Συμπολιτεία και χρονολογούνται στον 3ο αι. π.Χ. Ο συνηθέστερος νομισματικός τύπος είναι εκείνος με ταύρο στον εμπροσθότυπο και σταφυλίδα στον οπισθότυπο. Τα υπόλοιπα νομίσματα προέρχονται από τη Χαλκίδα, την Ιστιαία, την Ερέτρια, την Αθήνα, τη Χίο και τη Μακεδονία και χρονολογούνται τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Τα μακεδονικά νομίσματα ανήκουν στην περίοδο του Αντίγονου Γονατά (277-239 π.Χ.) και παρουσιάζουν κεφάλι της Αθηνάς στον εμπροσθότυπο και Πάνα να στήνει τρόπαιο στον οπισθότυπο. Ο λόφος κατοικήθηκε ως τις αρχές του 1ου αι. π.Χ. και μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις οικοδομικής δραστηριότητας ή κατοίκησης στην περιοχή. Στον 6ο αιώνα χρονολογούνται περιορισμένα ίχνη βυζαντινών κτηρίων, στοιχείο που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ίσως στα χρόνια αυτά και αργότερα η οχυρή θέση Καστρί χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο.
Οι πρώτες επιφανειακές έρευνες στο Καστρί πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα από το σχολάρχη Κύμης και επιμελητή αρχαιοτήτων Κ. Παπαϊωάννου και κατόπιν από το γυμνασιάρχη Χαλκίδας Γ. Παπαβασιλείου. Κατά τα έτη 1976-1978 έλαβε χώρα η πρώτη ανασκαφική έρευνα από τον αρχαιολόγο Α. Σάμψων, με δαπάνες του Δήμου Κύμης και της Κοινότητας Ποταμιάς.
(Η λύση του αινίγματος της Κύμης)
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στον λόφο Βιγλατούρι αποδεικνύουν ότι εκεί υπήρξε σημαντικότατο κέντρο του 8ου αι. π.Χ., ισάξιο με αυτά της Ερέτριας και της Χαλκίδας.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Κύμης βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη θάλασσα, στο λόφο Βιγλατούρι. Εδώ αποκαλύφθηκε ένας ολόκληρος οικισμός της προϊστορικής και γεωμετρικής περιόδου με σπίτια, ιερά, πλατείες, δρόμους και τάφους. Τα ερείπια που είναι ορατά και καλύπτουν όλες τις πλαγιές του λόφου, ανήκουν κυρίως στον οικισμό των γεωμετρικών χρόνων, του οποίου η έκταση δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί στο σύνολό της.
Έχουν αποκαλυφθεί ορθογώνια και αψιδωτά οικοδομήματα, λιθόστρωτοι δρόμοι, κατασκευασμένοι από μικρές πέτρες, βότσαλα και πατημένα όστρακα, καθώς και μικρό τμήμα του τείχους στους πρόποδες του λόφου.
Στον κεντρικό πυρήνα του οικισμού υπήρχε πλατεία και ένα ωοειδές λιθόκτιστο κτήριο, το ιερό, που βρέθηκε ασύλητο και έχει δώσει πλούσια κεραμική, η οποία ανάγεται χρονολογικά στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Η αψίδα του ήταν η πρώτη που ήλθε στο φως κατά την ανασκαφή του 1984. Το κτήριο αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως ιερό-ηρώο, σύμφωνα με τη γνώμη της αρχαιολόγου Έ. Σαπουνά-Σακελλαράκη. Αντίστοιχα παραδείγματα ωοειδών κτισμάτων αυτής της περιόδου είναι γνωστά και από την Εύβοια (στο Λευκαντί, όπου τελούνταν και θρησκευτικές εορτές προς τιμήν των νεκρών), αλλά και εκτός της Εύβοιας, στη Σμύρνη και στο Αρείο. Η υπόθεση για τη λειτουργία του κτηρίου ισχυροποιείται και από την ύπαρξη του παράπλευρου πλακόστρωτου χώρου, ο οποίος ήταν θεμελιωμένος πάνω σε πρωτογεωμετρικούς τάφους. Στα ανατολικά του ελεύθερου πλακόστρωτου χώρου αποκαλύφθηκε μία κίστη με πολλά οστά ζώων, η οποία αποτελούσε πιθανόν ένα είδος εσχάρας, όπου γίνονταν οι θυσίες. Το σχήμα αυτό του βωμού είναι γνωστό στην Ανατολή αλλά και στις Κυκλάδες. Ο ιερός χώρος, που σύμφωνα με την κεραμική που βρέθηκε εκεί, άκμασε από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. και καταστράφηκε γύρω στο 700 π.Χ., θεωρείται ότι χρησίμευσε ως τόπος λατρείας ευγενών, οι οποίοι ταξίδεψαν και χάθηκαν μακριά από την πατρίδα τους.
Κάτω από τα ερείπια του γεωμετρικού οικισμού σώζονται σημαντικά λείψανα παλαιότερων οικιστικών φάσεων, που φθάνουν μέχρι τη νεολιθική περίοδο. Από τον οικισμό της προϊστορικής εποχής ξεχωρίζουν κτήρια με βιοτεχνικές εγκαταστάσεις (κεραμικοί κλίβανοι της μεσοελλαδικής περιόδου) και το λεγόμενο «μέγαρο» των μυκηναϊκών χρόνων, κάτω από το μεταγενέστερο ηρώο.
Το Βιγλατούρι διαβεβαιώνει με αδιάψευστο τρόπο την μακραίωνη ιστορική παρουσία και δράση της Κύμης.
Σημάδια αρχαίου πολιτισμού βρίσκονται στο χωριό Βρύση στην περιοχή Κούπα. Στο σημείο όπου το βουνό έχει υποχωρήσει, δημιουργώντας κρατήρα, θεωρείται πιθανόν ότι βρισκόταν η αρχαία πόλη «Γρύγχαι«, η οποία καταστράφηκε από φυσική καταστροφή. Το βουνό πρωτοκατοικήθηκε την 6η χιλιετία π.Χ. και η κατοίκηση του ήταν συνεχής μέχρι την επανάσταση του 1821. Τα πρώτα τείχη του κάστρου κατασκευάστηκαν τον 8ο αιώνα π.Χ. ενώ ήταν ανεξάρτητο ως τον 5ο αιώνα π.Χ. όταν και υποτάχθηκε στην HYPERLINK «http://www.allaroundevia.gr/eretreia/index.html» Ερέτρια. Μέχρι σήμερα στους πρόποδες του βουνού, βρίσκονται θραύσματα από κεραμίδια και αγγεία. Εκεί υπάρχουν απομεινάρια αρχαίου τείχους, χτισμένου με ογκόλιθους, και ορισμένοι ερευνητές τοποθετούν εδώ τον Ερετριακό Δήμο «Βρύγχαι« (=Βρύση). Περισσότερο πιθανή θεωρείται η ταύτιση της περιοχής με την αρχαία πόλη Οιχαλία, που αναφέρουν οι Εκαταίος και Στράβων. Ο Αθηναίος τραγικός Σοφοκλής στις «Τραχίνιες» περιγράφει την Ευβοϊκή Οιχαλία ως «απηνή» δηλαδή χτισμένη σε βραχώδη και απόκρημνο τόπο. Το ξωκλήσι της Ευαγγελίστριας στην κορυφή του λόφου Δραγωνέρα, στους πρόποδες της Δίρφεως, έχει κτιστεί στα ερείπια αρχαίου ναού, που θεωρείται ότι ήταν ναός της Άρτεμης.
Ο τάφος του Κατακαλού αποτελεί τον καλύτερα διατηρημένο μυκηναϊκό θολωτό τάφο στην Εύβοια. Βρίσκεται περίπου δύο χιλιόμετρα βόρεια του ομώνυμου οικισμού και σχεδόν πέντε χιλιόμετρα από τον κεντρικό οδικό άξονα Χαλκίδας-Αλιβερίου.
Η είσοδος στον τάφο γίνεται από δρόμο, μήκους 5,40 μ., του οποίου οι πλευρές είναι επενδυμένες με πλακαρούς αργούς λίθους μικρών διαστάσεων. Ο δρόμος καταλήγει στο στόμιο του τάφου, ύψους 1,65 μ. και πλάτους 0,80 μ., μέσω του οποίου γινόταν η είσοδος στη θόλο, που αποτελεί τον ταφικό θάλαμο. Το στόμιο καλύπτεται με λίθινο υπέρθυρο, στο οποίο ανοίγεται το χαρακτηριστικό ανακουφιστικό τρίγωνο. Η θόλος είναι κτισμένη από ντόπιο σχιστόλιθο κατά το εκφορικό σύστημα, έχει εσωτερική διάμετρο 5,30 μ. και σώζεται σε μέγιστο ύψος 4,70 μ. Ο τάφος βρέθηκε συλημένος και από το εσωτερικό του περισυνελέγησαν μόνο τα θραύσματα μιας μινύειας κύλικας, ενώ σε πιο πρόσφατες εργασίες καθαρισμού και υποστύλωσης του μνημείου βρέθηκαν όστρακα αγγείων και ένα χάλκινο νόμισμα.
Η ανασκαφή του μνημείου έγινε το 1907 από τον Γ. Παπαβασιλείου. Οι πρώτες εργασίες στερέωσής του πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 1984-1987 με εργατικό προσωπικό που διέθεσε η Διεύθυνση του λιγνιτωρυχείου της ΔΕΗ Αλιβερίου. Κατά τις εργασίες αναστήλωσης του τάφου έγινε υποστήλωση της θόλου, του υπερθύρου και της εισόδου. H Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού εκπόνησε μελέτη το έτος 2002 για την πλήρη υποστύλωση του μνημείου και την κατασκευή στεγάστρου για την προστασία του.
Έξι χιλιόμετρα νοτιότερα από τον αρχαιολογικό χώρο του Δύστου, στη θέση όπου βρίσκεται το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής και από τις δύο πλευρές του κεντρικού οδικού άξονα Λεπούρων-Καρύστου, αποκαλύφθηκαν κατά τη διενέργεια ανασκαφικής έρευνας εκτεταμένα λείψανα κτιρίων και τάφων, τα οποία χρονολογούνται από τους ύστερους γεωμετρικούς μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Από τα αποκαλυφθέντα κτιριακά λείψανα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα λείψανα ενός υστερογεωμετρικού κτιρίου, που σώζεται σε μήκος 26 μ. Εξωτερικά της δυτικής μακράς πλευράς του και σε απόσταση 0,50-0,60 μ. από αυτήν, εντοπίσθηκαν κυκλικές οπές, λαξευμένες στο φυσικό βράχο. Οι οπές αυτές το πιθανότερο είναι να προορίζονταν για τη στήριξη ενός περιστυλίου που θα περιέβαλε το οικοδόμημα.
Η εύρεση ενός θραύσματος ανάγλυφου ενεπίγραφου πίθου των αρχαϊκών χρόνων με παράσταση Κενταύρων, στο οποίο αναγράφεται η λέξη Ιερός, και ενός χάλκινου σταθμίου με ανάγλυφη κεφαλή κριού και την επιγραφή Απόλλωνος Δηλίο, καθιστά πιθανή την ύπαρξη στο χώρο ενός ιερού, στο οποίο θα ασκούνταν συνεχής λατρεία από τους ύστερους γεωμετρικούς έως και τους ύστερους κλασικούς χρόνους. Κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους στον ίδιο χώρο σημειώνεται η άσκηση βιοτεχνικών δραστηριοτήτων.
Οι Ζάρακες αποτελούν κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο (ΦΕΚ 512/Β/7-4-2000).
Συντάκτης: Α. Χατζηδημητρίου, αρχαιολόγος Δρ Δ. Μυλωνάς, αρχαιολόγος